Καλλιεργούμε τοπικά, σκεφτόμαστε παγκόσμια

(μπορείτε να διαβάσετε το πρωτότυπο άρθρο εδώ)

Αυτόχθονες ή διεθνείς; Το αίνιγμα ποιας ποικιλίας σταφυλιού, το οποίο αντιμετωπίζει κάθε αναδυόμενη χώρα (όσο απίθανος μοιάζει ο όρος αυτός για την Ελλάδα, με τις χιλιετίες παράδοσης στην οινοποίηση). Η επιλογή είναι σχετική, τόσο από την άποψη της αγοράς όσο και της ποιότητας. Όσον αφορά το πρώτο, τα υπέρ και τα κατά είναι γνωστά: αναγνωρισμένες ποικιλίες σταφυλιών όπως το Chardonnay, Sauvignon Blanc, Riesling, Pinot Noir, Syrah, Merlot και Cabernet Sauvignon μπορούν να βοηθήσουν τις αγορές κρασιών από λιγότερο γνωστές προελεύσεις αφού αναγνωρίζονται από τους περισσότερους διεθνείς καταναλωτές. Οι γηγενείς ποικιλίες χρειάζονται ενεργό μάρκετινγκ και επικοινωνία, αλλά μακροπρόθεσμα μπορούν να γίνουν μοναδικά σημεία πώλησης και να χτίσουν την ταυτότητα μιας χώρας – δύο στοιχεία ζωτικής σημασίας σε μια όλο και πιο ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά.

Η αγορά είναι ένα πράγμα, αλλά το ποιοτικό δυναμικό των «διεθνών ποικιλιών» διαφέρει από χώρα σε χώρα. Πού βρίσκεται λοιπόν η Ελλάδα σε αυτό το πλαίσιο; Παρόλο που είναι τόσο πλούσια σε γηγενείς ποικιλίες, τόσο σε τοπικής όσο και περιφερειακής σημασίας, έχει μια μακρά παράδοση οινοποίησης διεθνών ποικιλιών. Στην πραγματικότητα, μερικά από τα πρώτα αστέρια της ελληνικής αναγέννησης του κρασιού της δεκαετίας του 1980 και του 1990 δημιουργήθηκαν από γαλλικές ποικιλίες: το Chardonnay του Κτήματος Γεροβασιλείου ή το ερυθρό Bordeaux Blend του Κτήμα Κατσαρού. Το Cabernet Sauvignon φυτεύτηκε σε ένα αξιοσέβαστο terroir όπως το Άγιον Όρος, και ολόκληρες περιοχές όπως η Δράμα στοιχημάτιζαν στη διαρκή δημοτικότητα των κλασικών γαλλικών blend. Εξερευνήθηκαν ελληνογαλλικοί συνδυασμοί, συμπεριλαμβανομένου του Αγιωργίτικου με το Merlot ή το Cabernet Sauvignon, ακολουθώντας την αιώνια λογική της «βελτίωσης» μιας τοπικής ποικιλίας σταφυλιών μέσω της ανάμιξης με κάποιο γενεαλογικό επιβήτορα. Με όποιον τρόπο και αν το κοιτάξετε, οι διεθνείς ποικιλίες σταφυλιών αποτελούν ανεξίτηλο μέρος της ελληνικής ιστορίας κρασιού.

Ωστόσο, οι καιροί έχουν αλλάξει, και οι δοκιμές μας από περίπου 60 κρασιά από εισαγώμενες ποικιλίες στο 50 Great Greek Wines έδειξε ότι συνολικά, η δημοφιλία τους μειώνεται. Πολλά από εκείνα που δοκιμάστηκαν ήταν βαριά, κουρασμένα και όχι πολύ σύγχρονα. Στην πραγματικότητα, επιμένοντας σε ξεπερασμένα στιλ – κρεμώδη Chardonnay με καινούργιο βαρέλι χωρίς φρεσκάδα, γεμάτα εκχύλιση αλλά φυτικά Cabernet Sauvignon, υπερβολικά αλκοολικά Merlot – εμφανίστηκαν ως ένα μεγάλο πρόβλημα, με λίγους παραγωγούς να ακούνε τι είναι ανερχόμενο σε περιοχές όπου παράγεται κυρίως Chardonnay ή Cabernet: νωρίτερη συγκομιδή, πιο ήπια εκχύλιση, whole bunches, άγριες ζυμώσεις, λιγότερο νέο βαρέλι, περισσότερη καθαρότητα φρούτου. Πάρα πολλά κρασιά φαινόταν κολλημένα στη χρυσή δεκαετία του 1990 και λίγοι φάνηκαν ενεργά να ενδιαφέρονται για ένα νεότερο κοινό. Αυτό επεκτάθηκε και στο Syrah, όπου θα περίμενε κάποιος το τραγανό, πιπεράτο στιλ το Βόρειου Ροδανού να είναι μια ισχυρή έμπνευση σήμερα.

Μια άλλη απογοήτευση ήταν ο αρκετά συντηρητικός συνδυασμός ποικιλιών. Τα Chardonnay, Merlot και Cabernet Sauvignon φυτεύονται στην Ελλάδα με τόσο ενθουσιασμό όσο παντού, αλλά δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ιδανικά προσαρμοσμένα σε πολλά ελληνικά terroirs. Μεμονωμένα πειράματα με Petit Verdot ή Tempranillo δεν έχουν λάμψει (ακόμα;). Η Ελλάδα φαίνεται γενικά να μην ενδιαφέρεται για μεσογειακές ποικιλίες από μέρη όπως η Νότια Ιταλία ή η Ισπανία, αν και θα ήταν πολύ πιο λογικό να φυτευτεί Negroamaro ή Fiano στην Πελοπόννησο σε αντίθεση με το Merlot ή το Sauvignon Blanc. Εδώ, η πολιτική κερδίζει την αμπελουργία: τα σταφύλια αυτά έχουν λιγότερη έλξη στην αγορά από τα κλασικά γαλλικά και πολύ συχνά θεωρείται ότι έρχονται σε αντίθεση με τις τοπικές ειδικότητες.

Μια κατηγορία από διεθνή ποικιλίες σταφυλιού που άφησε πίσω την αρνητική τάση στην πραγματικότητα ήρθε από το Ροδανό. Περισσότερα από ένα Viognier έδειξαν τόσο τυπικά της ποικιλίας, όσο και ελκυστικά ώριμα και έντονα αρώματα. Ένα μοναδικό παράδειγμα Roussanne που δοκιμάσαμε ήταν πραγματικά εντυπωσιακό και –αν και δεν παρουσιάστηκε στη σειρά των κρασιών μας– έχω καλές αναμνήσεις για κάποια Grenache που έχω δοκιμάσει από την Ελλάδα. Όταν εμφανιστεί μια πιο φρέσκια, πιο ακριβής και υποκινούμενη από το τερουάρ εκδοχή του Syrah (ίσως φτιαγμένη σε υψηλότερα υψόμετρα, με μια hands-off προσέγγιση, παρόμοια με το νέο κύμα των Ξινόμαυρων), θα υπάρχουν παραδείγματα για να δείξει ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει κρασί παγκόσμιας κλάσης από εισαγόμενες ποικιλίες.

Και πάντα παραμένει η μοναχική ιδιοφυΐα. Μία από τις υψηλότερες βαθμολογίες μου στα 50 Great Greek Wines 2020 ήταν ένα Sauvignon Blanc, φτιαγμένο σε στιλ από δρύινο λευκό Μπορντό. Με εξαιρετική ποιότητα φρούτου, κοφτερή οξύτητα για να ισορροπήσει το πλούσιο ξύλο με αρώματα καρύδας και εξαιρετική προσωπικότητα, αυτό το κρασί ήταν ισάξιο με ένα Grand Cru Classé από το Pessac-Léognan: απόδειξη ότι η καλλιέργεια και η ποιότητα του κρασιού, όπως οι ποικιλίες σταφυλιών, δεν γνωρίζουν σύνορα. Ο πραγματικός ενθουσιασμός στο ελληνικό κρασί προέρχεται από τις αμέτρητες τοπικές ποικιλίες, αλλά για τους ανοιχτόμυαλους, μεγάλες εκπλήξεις περιμένουν επίσης από τις διεθνείς ποικιλίες.

Share this post