(μπορείτε να διαβάσετε το πρωτότυπο άρθρο εδώ)
Γράφω αυτήν την ανάρτηση στην 1η Νοεμβρίου, την Παγκόσμια Ημέρα Ξινόμαυρου. Μια υπέροχη μέρα για να γιορτάσουμε την κορυφαία κόκκινη ποικιλία της Ελλάδας: φθινοπωρινή, σκοτεινή και απειλητική, μοιάζει πολύ με τη διάθεσή μου καθώς ξεκινάμε ένα δεύτερο lockdown. Η μετάβαση στους χειμερινούς μήνες φέρνει μαζί του μία ορισμένη ποσότητα νοσταλγίας. Βρίσκω τον εαυτό μου να αναπολεί τις ζεστές ηλιόλουστες μέρες του καλοκαιριού και ένα ταξίδι στην Αθήνα όπου δοκιμάσαμε εκατοντάδες ελληνικά κρασιά σε μια προσπάθεια να αναγνωρίσω τα 50 μεγάλα ελληνικά κρασιά.
Δεν ήταν καθόλου εύκολη αποστολή να αναγνωρίσεις 50 μεγάλα ελληνικά κρασιά γιατί υπήρχαν τόσα πολλά εξαιρετικά στο 50 Great Greek Wines. Και ενώ το Ασύρτικο είναι το αδιαμφισβήτητο αστέρι του ελληνικού κρασιού, πολλές άλλες ποικιλίες έδειξαν ότι η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο δυναμικό για υψηλής ποιότητας κρασιά πέρα από το Ασύρτικο. Είναι σαφές ότι οι Έλληνες οινοποιοί έχουν αναπτύξει μια συνάφεια με τις ποικιλίες του Ροδανού όπως το Viognier ή το Syrah, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αυτόχθονες ποικιλίες κυριαρχούν. Λαμβάνοντας υπόψη το καινοτόμο σύστημα κριτικής, τα ονόματα των σπάνιων ποικιλιών παρέμειναν κρυμμένα από εμάς, σε μια προσπάθεια να μην υπάρξει προκατάληψη. Κάτι που λειτούργησε καλά. Τι, λοιπόν, ξεχώρισε για μένα;
Το προαναφερθέν Ξινόμαυρο έλαμψε, με κορυφαία παραδείγματα από τις λιγότερο γνωστές περιοχές όπως τη Ραψάνη, το Αμύνταιο και τη Γουμένισσα, αλλά και πιο γνωστές, όπως την περιοχή της Νάουσας. Αντί για τα ρουστίκ παραδοσιακά στιλ που αναδεικνύουν τις βαθιές τανικές ιδιότητες του Ξινόμαυρου, τα πιο επιτυχημένα κρασιά έδωσαν έμφαση στην αρωματική διάσταση και στην φινέτσα τανίνης. Αυτά είναι ακριβώς τα στυλ που προτιμώνται σε πολλές διεθνείς αγορές, ιδιαίτερα σε εστιατόρια. Ως κάποιος που ακολούθησε το Ξινόμαυρο για κάποιο καιρό, με ενθουσιάζει η συνεχιζόμενη εξέλιξη του στα χέρια των σκεπτόμενων οινοποιών που βοηθούν να κάνουν αυτή τη συχνά ρουστίκ ποικιλία πιο προσιτή και ευκολόπιοτη στη νεότητά της. Εκτός από τα υπέροχα δομημένα κόκκινα, το Ξινόμαυρο είναι επίσης φανταστικό σε αφρώδη κρασιά (δείτε το Cuvée de Reserve του Domaine Karanika) και ως ένα κομψό, ορυκτό ροζέ. Αυτή η ευελιξία προσθέτει στην ελκυστικότητά του.
Άλλες κόκκινες ποικιλίες που πραγματικά εντυπωσίασαν ήταν οι κομψές και ελαφρώς δρύινες εκδοχές Αγιωργίτικου, όπως επίσης και Λημνιώνας, Λημνιού, Λιάτικου και Μαυροτράγανου. Εδώ, η προσεκτική οινοποίηση βοήθησε να «εξημερώσει» αυτές τις ποικιλίες. Η «L» Λημνιώνας του Ντούγκου από τη Θεσσαλία παίρνει ένα ποσοστό whole bunch, αναδεικνύοντας έναν υπέροχα ανθικό, τραγανό χαρακτήρα κόκκινου φρούτου. Το T–Oinos Mavrotragano από το νησί της Τήνου επωφελείται από τη διεθνή εμπειρογνωμοσύνη/expertise (με τη μορφή του συμβούλου από το Bordeaux, Stéphane Derenoncourt) και αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια σούπερ κρεμώδη, πικάντικη, στρογγυλή και εύπλαστη έκδοση του Μαυροτράγανου. Ασφαλώς, δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί και μου θύμισε ένα υψηλής ποιότητας Syrah νέου κόσμου. Το Λημνιό από το οινοποιείο Ασλάνη (που ήρθε στη θέση 23), με την αφθονία των άγριων φραουλών και των βατόμουρων και των μεταξωτών τανινών, θυμίζει ένα πολύ ευκολόπιoτο Cinsault. Οι «χλωρές» τανίνες και τα κόκκινα φρούτα του Λιάτικου το παρομοιάζουν εξαιρετική με το Nerello Mascalese της Σικελίας. Και με τον καιρό, όπως αποδεικνύεται από τη Σητεία του Οικονόμου του 2004, εξελίσσεται σε κάτι πολύ ξεχωριστό.
Όσον αφορά τις λευκές ποικιλίες, δεν θα εκπλαγείτε να δείτε το Βιδιανό, την Ρομπόλα Κεφαλονιάς ή το Μοσχοφίλερο ανάμεσα στους κορυφαίους σκόρερ. Ωστόσο, είναι η αυτόχθονη και αρχαία ποικιλία Δαφνί της Κρήτης που έκλεψε κάπως την παράσταση. Το ξεχωριστό προφίλ του από φύλλα δάφνης, δεντρολίβανο και μέντα είναι διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο. Καλλιεργημένο στην Κρήτη από τους Μινωικούς χρόνους και πιο πρόσφατα διασώθηκε από τον Λυραράκη, το Δαφνί είναι μία από αυτές τις θαυμάσιες ποικιλίες που συνδυάζονται καλά με όλα τα φαγητά που συνήθως είναι δύσκολο να ταιριάξετε: όπως αγκινάρες, σπαράγγια, λιπαρά ψάρια και ούτω καθεξής.
Μου άρεσαν επίσης αρκετά από τα κομψά αρωματικά Μοσχοφίλερα από την Πελοπόννησο. Αυτή η υπέροχη καθαρή έκφραση ροδοπέταλων και ξύσματος εσπεριδοειδών δημιουργεί υπέροχα λευκά καλοκαιρινά κρασιά. Εν τω μεταξύ, το κρητικό Βιδιανό θα πρέπει να έχει πολύ μεγαλύτερη παρουσία διεθνώς. Όχι μόνο είναι εύκολο να προφερθεί, συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν διαφέρει από το Chardonnay: το προφίλ των φρούτων είναι τέτοιο πυρηνόκαρπων, με έντονη υφή στο στόμα και μεγάλη οξύτητα. Λειτουργεί καλά «γυμνό» ή ζυμωμένο σε βαρέλι και μπορεί επίσης να παράγει φανταστικά αφρώδη κρασιά. Η Ρομπόλα της Κεφαλονιάς παραμένει σχετικά σπάνια, λόγω του μικρού αριθμού παραγωγών στο νησί. Το στιβαρό, κιτρικό και ορυκτό προφίλ της μπορεί, στα σωστά χέρια, να αποφέρει αποτελέσματα που θυμίζουν το Ασύρτικο και αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Τέλος, το Σαβατιανό από την Αττική κάνει μεγάλα βήματα. Είναι μια από τις πιο ευρέως φυτεμένες λευκές ποικιλίες της Ελλάδας και, ίσως άδικα, είχε ένα πρόβλημα εικόνας. Αυτό δεν ισχύει πλέον. Τα παραδείγματα από παραγωγούς όπως ο Μυλωνάς ή το Άωτον, δείχνουν τις πραγματικές του δυνατότητες. Το προφίλ των φρούτων είναι πλούσιο και χυμώδες, συχνά δείχνει νότες μελιού, ζεστού ροδάκινου και μήλου. Με τον καιρό, μπορεί επίσης να πάρει έναν ελκυστικό ξηροκαρπάτο χαρακτήρα.
Όλες οι αναφερόμενες ποικιλίες σταφυλιών είναι εξαιρετικοί πρωταθλητές για το σύγχρονο ελληνικό κρασί και αξίζει να τις αναζητήσετε. Μου έχει ανατεθεί να μην μιλήσω για το Ασύρτικο σήμερα και νομίζω ότι το κατάφερα σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε τον ρόλο που έπαιξε το Ασύρτικο στο να φέρει τον ενθουσιασμό και την προσοχή στην Ελλάδα. Ο ρόλος του Ασύρτικου αποτελεί προσκήνιο για να αποκαλύψει περισσότερους από τους αρχαίους οινικούς θησαυρούς της χώρας.